- οικιστικός
- -ή, -ό (Α οἰκιστικός, -ή, -όν) [οικιστής]νεοελλ.1. ο σχετικός με την κατασκευή οικισμών («οικιστικός σχεδιασμός»)2. αυτός που αποτελείται από κατοικίες («οικιστικό σύνολο»)3. το θηλ. ως ουσ. η οικιστικήσύγχρονη επιστήμη, κλάδος τής πολεοδομίας και τής αρχιτεκτονικής που έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία νέων ή τη διαμόρφωση ήδη υπαρχόντων οικοδομικών συνόλων ώστε η διαβίωση τών ανθρώπων να είναι ευχερής και άνετη4. φρ. «οικιστική οικονομική» — τομέας τής οικονομικής που έχει ως αντικείμενό του την οικονομικότητα τής κατασκευής και λειτουργίας τών ανθρώπινων κατοικιών σε σχέση με τα πολεοδομικά δεδομένααρχ.αυτός που αρμόζει σε οικιστή ή που είναι όμοιος με αυτόν.επίρρ...οἰκιστικῶς (Α)σε σχέση με την οίκιση, τον οικισμό ή τον οικιστή.
Dictionary of Greek. 2013.